- ἄλλαν
- ἄλλᾱν , ἄλλοςyfem acc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀλλᾶν — ἄλλος y masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Pella curse tablet — The Pella curse tablet is a curse or magic spell (Greek: κατάδεσμος, katadesmos ) inscribed on a lead scroll, dating to the 4th or 3rd century BC. It was found in Pella (at the time capital of Macedon) in 1986 and published in the Hellenic… … Wikipedia
Pella (Grecia) — Saltar a navegación, búsqueda Para otros usos de este término, véase Pella … Wikipedia Español
Tablilla de maldición de Pella — La Maldición de Pella, del prof. Radcliffe G. Edmonds III (Bryn Mawr College). La Tablilla de maldición de Pella es una maldición o hechizo griego: κατάδεσμος, katadesmos) inscrita en una plancha de plomo, que data del siglo IV o… … Wikipedia Español
Стефаниду, Смаро — Смаро Стефаниду греч. Σμάρω Στεφανίδου Род деятельности: актриса Дата рождения … Википедия
BENEFICIARII — Festo dicuntur, qui vacationem munerum habebant, beneficio, adeoque munificibus opponuntur. Hinc in veterib. Monumentis, Beneficiarii Praesidum, Praefectorum, Consulum, Proconsulum, et Legatorum Tribunorumque, inter quos Beneficiarii Tribunorum… … Hofmann J. Lexicon universale
αλλήλων — ἀλλήλων (ΑΜ) (αλληλοπαθής αντωνυμία σε γενική πληθυντικού τών τριών γενών, δίχως ονομαστική δηλώνει αμοιβαία ενέργεια ή κατάσταση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα αμοιβαία) ο ένας τον άλλον, ο ένας στον άλλον, ο ένας προς τον άλλον … Dictionary of Greek
μειλίσσω — (Α) 1. ευφραίνω, γλυκαίνω 2. φιλοξενώ κάποιον 3. καταπραΰνω, καθησυχάζω, εξιλεώνω («μειλίσσων αὔραν ἄλλοις ἄλλαν θνατῶν λαίφεσι χαίρειν», Ευρ.) 4. παρακαλώ 5. μτφ. (για ποταμό) καθιστώ καρποφόρα τη γη ποτίζοντάς την με τα νερά μου («λιπαροῑς… … Dictionary of Greek
μικροκύματα — Τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα των οποίων η περιοχή μήκους κύματος εκτείνεται κατά προσέγγιση μεταξύ μερικών δεκάτων και μερικών χιλιοστών του μέτρου (από εδώ προέρχεται και η ονομασία των κυμάτων: δεκατομετρικά, εκατοστομετρικά και χιλιοστομετρικά) … Dictionary of Greek
Πόε, Έντγκορ Άλαν — (Poe). Αμερικανός συγγραφέας (Βοστώνη 1809 Βαλτιμόρη 1849). Έμεινε ορφανός σε ηλικία δύο μόλις ετών και την ανατροφή του ανέλαβε ένας πλούσιος έμπορος του Ρίτσμοντ, ο Τζον Άλαν. Από το 1815 ως το 1820 έζησε στη Μεγάλη Βρετανία, φοιτώντας σε… … Dictionary of Greek